απεργασια

απεργασια
    ἀπεργασία
    ἀπ-εργᾰσία
    ἥ
    1) изготовление, выработка, производство
    

(εἰκόνων Plat.; ὄψεων Arst.)

    2) искусная работа, отделка
    

(ἡδονέ διὰ τέν ἀπεργασίαν Arst.)

    3) вызывание, возбуждение, причинение
    

(ἡδονῆς Plat.; ἐναντίων Plut.)

    4) (воз)действие, влияние
    

(τῶν νόσων Plat.; κακοδαίμονος ζωῆς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απεργασια" в других словарях:

  • ἀπεργασία — ἀπεργασίᾱ , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc/acc dual ἀπεργασίᾱ , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεργασία — ἀπεργασἰα, η (Α) 1. αποπεράτωση, εκτέλεση 2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα 3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι 4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • ἀπεργασίᾳ — ἀπεργασίαι , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc pl ἀπεργασίᾱͅ , ἀπεργασία finishing off fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργασίας — ἀπεργασίᾱς , ἀπεργασία finishing off fem acc pl ἀπεργασίᾱς , ἀπεργασία finishing off fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργασίαν — ἀπεργασίᾱν , ἀπεργασία finishing off fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»